δῆλος, επίθετο, -η, -ον ή -ος, -ον
1. ορατός, φανερός 2. προφανής, πρόδηλος | φρ. δῆλός εἰμι=γίνομαι φανερός, αποδεικνύομαι | με μτχ. ή με ὡς και μτχ. |με ὅτι | φρ. δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω | με μτχ. | φρ. απρόσ. δῆλόν ἐστι=είναι φανερό, αποδεικνύεται |φρ. δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή, προφανώς, φανερά | επιρρηματική ή παρενθετική χρήση
Ανακαλύπτω συνεχώς, ψάχνω συνεχώς παντού κυρίως στα μάτια του άλλου.
Ανακαλύπτω – δημιουργώ συναντήσεις με τον εαυτό μου, με τους άλλους, με όλους.
Ανακαλύπτω τη σημασία του ήχου και της σιωπής.
Ανακαλύπτω τη μνήμη, τη θαμμένη μέσα στις οθόνες μας.
Ανακαλύπτω το ξύπνημα αυτού που κοιμάται βαθειά μέσα μας.
Ανακαλύπτω το “μαζί με τους άλλους”.
Ανακαλύπτω την ελευθερία της μεταμόρφωσης.
Ανακαλύπτω τα πάντα από την αρχή με την αθωότητα και τον θαυμασμό του παιδιού. Γιατί μόνο ο θαυμασμός μας κρατάει ξύπνιους και ενεργούς.
Μόνο όταν θαυμάζεις δημιουργείς τοπία.
Γιατί το θέατρο είναι πέρα από το θέατρο, πέρα από εμάς,
Αυτό είναι το δικό μας τοπίο.
Δήμητρα Χατούπη
Διευθύντρια Σχολής “δήλος”
Η Σχολή είναι αναγνωρισμένη από το ΥΠΠΟ με την υπ΄αριθμ. 16335/30.7.2003 (ΦΕΚ 1311 / Β / 12.9.2003) και 82672/10.11.2004 (ΦΕΚ 1725 / Β / 22.11.2004).